βοντβίλ

βοντβίλ
(vaudeville). Γαλλικός όρος, που άλλοι ετυμολογούν από τις λέξεις voix de ville (δηλαδή φωνές της πόλης), που χρησιμοποίησε ο Povσάρ ήδη από το 1570 περίπου και σήμαινε ένα τραγούδι λαϊκής έμπνευσης, και άλλοι από τις λέξεις vau de Vire (δηλαδή πεδιάδα του Βιρ), ετυμολογία που επικρατούσε από τον 15o αι. και αποδίδεται στον λαϊκό ποιητή Ολιβιέ Μπασελέν. Τον 18o αι. ο όρος σήμαινε ένα θεατρικό έργο το οποίο, ξεφεύγοντας από τα παραδοσιακά πρότυπα, σατίριζε τα ήθη. Σε αυτού του είδους το θέαμα ακούγονταν και μελωδίες λαϊκής έμπνευσης. Ο ίδιος ο Μότσαρτ χαρακτήρισε β. το μελόδραμά του Απαγωγή από το Σεράι. Ο Αυγουστίνος Ευγένιος Σκριμπ, που έγραψε λιμπρέτα μελοδραμάτων για πολλούς συνθέτες, καλλιέργησε ιδιαίτερα αυτό το είδος κωμωδίας, που συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πρώτες εκδηλώσεις της μουσικής κωμικής όπερας. Τον 19o αι. β. σήμαινε μια σπινθηροβόλα κωμωδία στην οποία διέπρεψε ο Φεϊντό. Στα τέλη του 19ου αι., το β. πέρασε στις ΗΠΑ και εξελίχθηκε σε δημοφιλέστατο είδος του λαϊκού θεάτρου, καθώς συνδύαζε μουσική, χορό, μαγικά, ακροβατικά και χιουμοριστικά σκετς. Από το 1881 που ανέβηκε η πρώτη παράσταση β. στη Νέα Υόρκη και για μια 50ετία το είδος γνώρισε μεγάλη ακμή στις ΗΠΑ, μέχρι το 1932, οπότε έκλεισε και το τελευταίο θέατρο, καθώς ο κινηματογράφος είχε ήδη αντικαταστήσει το β. στις προτιμήσεις των Αμερικανών θεατών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Γκρετρί, Αντρέ Μοντέστ — (Andre Modeste Gretry, Λιέγη 1741 – Μονμορανσί 1813). Βέλγος συνθέτης. Αφού δοκίμασε, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, στις σχολές της Λιέγης και της Ρώμης (όπου εγκαταστάθηκε το 1759), πήγε στη Γενεύη (1766) και ύστερα στο Παρίσι (1767), σε μια εποχή… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • Ανουίγ, Ζαν — (Jean Anouilh, Μπορντό 1910 – 1987). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Στις πρώτες του κωμωδίες,όπως Η Ερμίνα (1932), Ο ταξιδιώτης χωρίς αποσκευές (1937) και Η άγρια (1938), που μπορούν να θεωρηθούν προοίμιο της μελλοντικής θεατρικής του… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Λαμπίς, Εζέν — (Eugène Marin Labiche, Παρίσι 1815 – 1888). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και ακαδημαϊκός. Καταγόταν από οικογένεια Παρισινών εμπόρων και σπούδασε στο κολέγιο Μπουρμπόν. Όταν αποφοίτησε, πραγματοποίησε το πατροπαράδοτο φοιτητικό ταξίδι της εποχής,… …   Dictionary of Greek

  • Νεκράσοφ, Νικολάι Αλεξέγιεβιτς — (Nikolay Alekseyevich Nekrasov, Νεμιρόφ, Ποδολία 1821 – Αγία Πετρούπολη 1878). Ρώσος ποιητής. Εγκατέλειψε τη στρατιωτική σταδιοδρομία για τη λογοτεχνία και παραιτήθηκε έτσι κι από την οικογενειακή βοήθεια (αναγκάστηκε να ασκήσει τα πιο ποικίλα… …   Dictionary of Greek

  • Πιξερεκούρ, Ρενέ-Σαρλ-Γκιλμπερ ντε- — (Pixérécourt, Nανσί 1773 – 1884). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. H Eπανάσταση τον υποχρέωσε να ακολουθήσει τον πατέρα του, αξιωματικό του βασιλικού στρατού, στη Λορένη. Aφιερώθηκε στο θέατρο μετά την επιστροφή του στο Παρίσι, όπου σημείωσε τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”